Περιτομή
Η περιτομή είναι μια συνήθης παιδοχειρουργική επέμβαση, που αφορά στην αφαίρεση της ακροποσθίας και δίνει λύση στη φίμωση του πέους. Εκτός από την ιατρική αιτιολογία της πάντως, μπορεί να είναι αποτέλεσμα θρησκευτικών λόγων, αλλά και επιλογής των γονιών για καλύτερη αισθητική και υγιεινή.
Όταν ένα παιδί πάσχει από φίμωση, η δερματική πτυχή που βρίσκεται στην άκρη του πέους, η ακροποσθία, είναι τόσο στενή που εμποδίζει ή δυσχεραίνει την αποκάλυψη της βαλάνου. Σε κανονικές συνθήκες η ακροποσθία είναι ελαστική, ώστε η κίνηση του δέρματος να γίνεται με ευχέρεια. Η φίμωση μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη, μετά από χρόνιες ή επαναλαμβανόμενες φλεγμονές της βαλάνου και της ακροποσθίας, εμφανίζεται δε πολύ συχνά στα παιδιά.
Αν και η φίμωση είναι η συνηθέστερη αιτία για την επιλογή της περιτομής, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες ενδείκνυται η εν λόγω επέμβαση, όπως είναι η παραφίμωση, η στένωση της πόσθης, η ξηρωτική βαλανίτιδα και η συχνή εμφάνιση ουρολοιμώξεων.
Πυελοπλαστική
Η πυελοπλαστική είναι η επέμβαση που αποκαθιστά τη στένωση της πυελοουρητηρικής συμβολής, μιας εκ των πιο συχνών καλοηθών παθήσεων που προκαλεί διάταση της πυέλου του νεφρού και δημιουργεί προβλήματα, όπως είναι οι ουρολοιμώξεις και η σταδιακή καταστροφή της λειτουργίας του νεφρού.
Η στένωση της πυελοουρητηρικής συμβολής εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στα παιδιά και είναι μια συγγενής ανωμαλία. Περιγράφεται ως η στένωση του σημείου όπου συνδέεται ο ουρητήρας με την πύελο του νεφρού, η οποία εμποδίζει την ομαλή ροή των ούρων. Συνέπεια είναι τα ούρα να μένουν και να λιμνάζουν στην πύελο του νεφρού, προκαλώντας τη διάτασή της.
Η στένωση της πυελοουρητηρικής συμβολής αντιμετωπίζεται με την πυελοπλαστική, όταν η διάταση στην πύελο είναι σημαντική και προκαλεί συμπτώματα, όπως πόνο και ουρολοιμώξεις. Μπορεί να γίνει με ανοικτό χειρουργείο, λαπαροσκοπικά και ρομποτικά.
Ουρηθροπλαστική
Η ουρηθροπλαστική είναι η επέμβαση που πραγματοποιείται για τη διόρθωση του υποσπαδία, μιας συγγενούς ανωμαλίας που είναι υπεύθυνη για την ατελή δημιουργία της ουρήθρας του πέους κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Συνέπεια του υποσπαδία είναι να μην βρίσκεται το στόμιο της ουρήθρας στην κορυφή του πέους, όπως θα έπρεπε, αλλά στην κάτω πλευρά του. Συνήθως η ατελής δημιουργία της ουρήθρας συνοδεύεται και από την απουσία του κάτω μέρους της ακροποσθίας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις διαπιστώνεται και κάμψη του πέους.
Ο υποσπαδίας διαγιγνώσκεται πριν από την έξοδο του μωρού από το μαιευτήριο, ενώ είναι δυνατόν να εντοπισθεί και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης με τη χρήση υπερήχου. Κυριότερη αιτία της συγγενούς αυτής ανωμαλίας είναι η γενετική προδιάθεση, αν και σημαντικό ρόλο παίζει και η εξωγενής χορήγηση ορμονικών παραγόντων την περίοδο της εγκυμοσύνης.
Θεραπεία κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης
Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση αποδίδεται στην απουσία ή την ανεπάρκεια του βαλβιδικού μηχανισμού που βρίσκεται κανονικά στην κυστεοουρητηρική συμβολή και έχει ως ρόλο να εμποδίζει την παλινδρόμηση των ούρων.
Η θεραπεία της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης –της παλίνδρομης ροή των ούρων από την ουροδόχο κύστη προς τον ουρητήρα- έχει διάφορες μορφές. Όλα τα παιδιά για τα οποία γίνεται η σχετική διάγνωση τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, αντιμετωπίζονται σε πρώτη φάση με χημειοπροφύλαξη, δηλαδή με τη χορήγηση αντιβιοτικού για τουλάχιστον έξι μήνες.
Η χειρουργική αντιμετώπιση της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης ενδείκνυται στις περιπτώσεις των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων που δεν σταματούν με τη χημειοπροφύλαξη, όταν διαπιστώνονται ουλές στα νεφρά ή επιδείνωση στη νεφρική λειτουργία, αλλά και όταν κάνουν την εμφάνισή τους παραουρητηρικά εκκολπώματα.
Στις μικρού βαθμού παλινδρομήσεις η αντιμετώπιση γίνεται με ενδοσκοπικές τεχνικές και συγκεκριμένα με έγχυση ειδικών ουσιών κάτω από το ουρητηρικό στόμιο, ώστε να ανασχεθεί η παλίνδρομη πορεία των ούρων. Τα τελευταία χρόνια η ενδοσκοπική επέμβαση κερδίζει έδαφος έναντι των ανοιχτών χειρουργικών επεμβάσεων.