Η συμβολή του προγεννητικού ελέγχου στη διερεύνηση και αντιμετώπιση των όγκων της κοιλιάς του εμβρύου
Η μελέτη αυτή διαπραγματεύεται τη συμβολή του προγεννητικού ελέγχου στη διερεύνηση και αντιμετώπιση των όγκων της κοιλιάς του εμβρύου. Οι όγκοι αυτοί είναι ενδοπεριτοναικοί και εξωπεριτοναικοί, καλοήθεις και κακοήθεις, κυστικοί και συμπαγείς.
Σκοπός μας είναι η μελέτη κοιλιακών όγκων που διαγνώσθηκαν προγεννητικά ως προς εκείνους που διαγνώσθηκαν μετά τη γέννηση και η συνεισφορά του προγεννητικού υπερηχογραφικού ελέγχου στη διάγνωση και αντιμετώπιση τους. Οι παράμετροι που αναλύθηκαν ήταν: α) Η συνολική διάρκεια κύησης β) Ο τρόπος τοκετού γ) Η ύπαρξη ή μη προγεννητικής διάγνωσης δ) Η εβδομάδα κύησης κατά την προγεννητική διάγνωση ε) Η εβδομάδα διάγνωσης όπου η διάγνωση τέθηκε μετά τη γέννηση στ) Η κακοήθεια ζ) Η αντιμετώπιση η) Ο χρόνος αντιμετώπισης θ) Το φύλο του παιδιού.
Ελέγθηκαν συνολικά 34 όγκοι. Από αυτούς ,12 ήταν κυστικοί (35,3%) και 22 συμπαγείς (64,7%). 20 ήταν καλοήθεις (58,8%) και 14 ήταν κακοήθεις (41,2%). Βρέθηκαν συνολικά 11 άρρενα (32,4%) και 23 θήλεα (67,6%).
Από τους συμπαγείς όγκους, προγεννητικά διαγνώστηκαν 7, ποσοστό 43,7% επί του συνόλου των όγκων που έγινε προγεννητική διάγνωση και 31,8% επί του συνόλου των συμπαγών όγκων.
Από τους κυστικούς διαγνώσθηκαν 9, ποσοστό 56,3% επί του συνόλου των όγκων που έγινε προγεννητική διάγνωση και 75% επί του συνόλου των κυστικών όγκων.
Από τους κακοήθεις διαγνώσθηκαν προγεννητικά μόνο 3, ποσοστό 21,4% επί του συνόλου των κακοήθων όγκων, και 18,75% επί του συνόλου των όγκων που διαγνώσθηκαν προγεννητικά.
Από τους καλοήθεις όγκους διαγνώσθηκαν 13, ποσοστό 81,25% επί του συνόλου των όγκων που διαγνώσθηκαν προγεννητικά. και 65% επί του συνόλου των καλοήθων όγκων.
Δεν φάνηκε στατιστικά σημαντική επίδραση της διάγνωσης του όγκου στη διάρκεια της κύησης ή του τρόπου τοκετού.
Οι συμπαγείς όγκοι των νεογνών είναι εξαιρετικά σπάνιοι με συχνότητα που ποικίλλει από 17-121 ανά 100000 γεννήσεις διεθνώς. Οι συχνότεροι όγκοι είναι το τεράτωμα (23,5%) και το νευροβλάστωμα (22,5%) και ακολουθούν το σάρκωμα των μαλακών ιστών (8,1%), οι όγκοι εκ του νεφρικού παρεγχύματος (7,1%) και οι όγκοι του Κ.Ν.Σ. (5,9%).
Παρά την εξαιρετικά χαμηλή εμφάνιση συγγενών όγκων, ο προγεννητικός υπερηχογραφικός έλεγχος υπήρξε αποτελεσματικός στη διάγνωσή τους σε ποσοστό 47%.
Παρατηρήσαμε ότι υπάρχει μια συσχέτιση με τη διεθνή βιβλιογραφία που αναφέρει κατά μέσο όρο 2 νέες περιπτώσεις ενδοκοιλιακών όγκων κάθε έτος.
Στη μελέτη μας οι συχνότεροι όγκοι ήταν τα νευροβλαστώματα (7), τα ιεροκοκκυγικά τερατώματα (6) και οι κύστεις των ωοθηκών (6). Για τους υπόλοιπους όγκους, αν
εξαιρέσουμε τους όγκους των ωοθηκών, ο αριθμός των όγκων που βρέθηκε στα άρρενα ήταν ίδιος με αυτόν που βρέθηκε στα θήλεα.
Οι συμπαγείς (22)είναι περισσότεροι από τους κυστικούς (12), ενώ οι συχνότεροι όγκοι είναι το νευροβλάστωμα (7) και το ιεροκοκκυγικό τεράτωμα (6). Από τους κυστικούς όγκους περισσότερες είναι οι κύστεις των ωοθηκών (6).
Επιπλέον, οι καλοήθεις όγκοι (20) είναι περισσότεροι από τους κακοήθεις (14).
Από τους συμπαγείς καλοήθεις όγκους, ο πιο συχνός είναι το ιεροκοκκυγικό τεράτωμα, ενώ από τους κακοήθεις συχνότερο είναι το νευροβλάστωμα.
Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα νεογνά ήταν τελειόμηνα (13), οι περισσότεροι τοκετοί ήταν φυσιολογικοί (22), ενώ το ποσοστό της διαγνωστικής ακρίβειας του προγεννητικού ελέγχου είναι 47%, όσο περίπου και στη διεθνή βιβλιογραφία.
Επιπρόσθετα η προγεννητική διάγνωση γίνεται περίπου κατά την 30η εβδομάδα της κύησης. Όλοι οι όγκοι των ωοθηκών αυτής της μελέτης διαγνώστηκαν προγεννητικά (8).
Παρατηρούμε ότι από τους υπόλοιπους όγκους, αρρένων και θηλέων, οι περισσότεροι διαγνώστηκαν μετά τη γέννηση (18 έναντι 8). Φαίνεται επίσης, ότι ενώ στο σύνολο του δείγματος τα άρρενα είναι περίπου ίσα σε αριθμό με τα θήλεα, προγεννητικά οι όγκοι των θηλέων διαγιγνώσκονται πολύ συχνότερα (7 έναντι 1).
Η προγεννητική διάγνωση δεν επηρεάζει τον τρόπο τοκετού.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι προγεννητικά διεγνώσθησαν όλοι οι όγκοι των ωοθηκών, συμπαγείς ή κυστικοί, καλοήθεις ή κακοήθεις, που σημαίνει ότι οι μαιευτήρες ή οι διεξάγοντες τον προγεννητικό έλεγχο επιμένουν στη διερεύνηση της περιοχής αυτής. Ο μεγαλύτερος αριθμός περιπτώσεων διαγνώσθηκε προγεννητικά κατά την 30η εβδομάδα της κύησης. Πιο αξιόπιστος είναι ο έλεγχος μετά την 32η εβδομάδα ιδίως για τη διάγνωση του νευροβλαστώματος, όπως συνέβη και στη δική μας περίπτωση όπου η διάγνωση ετέθη την 38η εβδομάδα της κύησης.
Αναφέρεται σαφώς ότι η έγκαιρη διάγνωση των συγγενών όγκων είναι σημαντική στη βελτίωση της έκβασης.
Επιπλέον αναφέρεται η σημασία της προγεννητικής διάγνωσης στη λήψη καίριων αποφάσεων όπως η περαιτέρω διερεύνηση, ο τερματισμός της εγκυμοσύνης, ο τρόπος και ο χρόνος τοκετού, η ενδομήτριος αντιμετώπιση και η επιλογή νοσηλευτικού ιδρύματος για τον τοκετό και την αντιμετώπιση. Δεν είναι πλέον απαραίτητο να αναμένουμε τη γέννηση για να ξεκινήσουμε το σχεδιασμό της χειρουργικής αντιμετώπισης. Η συνεργασία γυναικολόγων, γενετιστών, νεογνολόγων και παιδοχειρουργών μπορεί να επηρεάσει θετικά την έκβαση της παθήσεως.