Κοριτσάκι παίζει τον γιατρό με αρκουδάκι, αποκατάσταση βουβωνοκήλης
cloud-a

Θεραπεία κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης

Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση ορίζεται ως η παλίνδρομη ροή των ούρων από την ουροδόχο κύστη προς τον ουρητήρα, όταν το παιδί προσπαθεί να ουρήσει.

Παιδάκι καθιστό, Θεραπεία κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης

Αποδίδεται στην απουσία ή την ανεπάρκεια του βαλβιδικού μηχανισμού που βρίσκεται κανονικά στην κυστεοουρητηρική συμβολή και έχει ως ρόλο να εμποδίζει την παλινδρόμηση των ούρων. Η συχνότητά της στα παιδιά είναι περίπου 1%, ενώ σε όσα εμφανίζουν διάταση της πυέλου των νεφρών ξεπερνά το 16%. Η θεραπεία της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης μπορεί να γίνει με ανοιχτό χειρουργείο (μετεμφύτευση ουρητήρων) και ενδοσκοπικά.

Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση είναι συγγενής πάθηση και διακρίνεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Στην μεν πρώτη κατηγορία τα αίτια δεν διευκρινίζονται, στη δε δεύτερη οι αιτίες είναι, μεταξύ άλλων, καταστάσεις όπως η νευρογενής κύστη και τα παραουρητηρικά εκκολπώματα.

Η εν λόγω πάθηση μπορεί να είναι ασυμπτωματική, ενώ κάποιες φορές εκδηλώνεται με συχνουρία και πυρετό. Με την παλινδρόμηση των ούρων στο νεφρό, προκαλείται πυελονεφρίτιδα, ενώ με τις συνεχείς λοιμώξεις προκαλούνται βλάβες στα νεφρά, που στις παιδικές ηλικίες μπορεί να γίνουν αιτία ακόμα και για υπέρταση.

Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση δίνει τις πρώτες της ενδείξεις ήδη από το προγεννητικό υπερηχογράφημα, ενώ μετά την γέννηση υπάρχει η επιβεβαίωση με υπερηχογράφημα και υπερηχογραφική κυστεογραφία. Σε κάθε περίπτωση όταν ένα βρέφος εμφανίζει συχνά εμπύρετες ουρολοιμώξεις πρέπει να χτυπήσει «καμπανάκι» για τους γονείς.

Στις μικρού βαθμού παλινδρομήσεις δεν προκαλείται διάταση του ουρητήρα ή της πυέλου, ενώ στις μεγαλύτερου βαθμού η διάταση του ουρητήρα και της πυέλου, αλλά και των νεφρικών καλύκων είναι σημαντική. Ένα ποσοστό δε των παλινδρομήσεων αυτών μπορεί να ιαθεί μόνο του όσο αναπτύσσεται το παιδί και σίγουρα μέχρι τα 7 του χρόνια.

Θεραπεία κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης

Η θεραπεία κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης έχει διάφορες μορφές. Όλα τα παιδιά για τα οποία γίνεται η σχετική διάγνωση τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, αντιμετωπίζονται σε πρώτη φάση με χημειοπροφύλαξη, δηλαδή με τη χορήγηση αντιβιοτικού για τουλάχιστον έξι μήνες.

Η χειρουργική αντιμετώπιση της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης ενδείκνυται στις περιπτώσεις των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων που δεν σταματούν με τη χημειοπροφύλαξη, όταν διαπιστώνονται ουλές στα νεφρά ή επιδείνωση στη νεφρική λειτουργία, αλλά και όταν κάνουν την εμφάνισή τους παραουρητηρικά εκκολπώματα.

Στις μικρού βαθμού παλινδρομήσεις η αντιμετώπιση γίνεται με ενδοσκοπικές τεχνικές και συγκεκριμένα με έγχυση ειδικών ουσιών κάτω από το ουρητηρικό στόμιο, ώστε να ανασχεθεί η παλίνδρομη πορεία των ούρων.

Τα τελευταία χρόνια η ενδοσκοπική επέμβαση κερδίζει έδαφος έναντι των ανοιχτών χειρουργικών επεμβάσεων. Άλλωστε, η ενδοσκοπική προσέγγιση διαρκεί μόλις 20 λεπτά, δεν είναι επώδυνη και το παιδί μπορεί να πάρει εξιτήριο λίγες ώρες μετά. Κατά την επέμβαση εγχύεται στο ουρητηρικό στόμιο ένα βιοσυμβατό, μη απορροφήσιμο συνθετικό υλικό, ώστε να μειωθεί το εύρος του.

Στις μεγάλου βαθμού παλινδρομήσεις επιλέγεται ανοικτό χειρουργείο, κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται μετεμφύτευση ουρητήρα με τέτοιο τρόπο ώστε τα ούρα να μην παλινδρομούν. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται νοσηλεία τεσσάρων έως έξι ημερών και χρήση καθετήρα, ενώ η μετεγχειρητική φροντίδα είναι αυξημένη.

Η επιλογή του γιατρού είναι καταλυτικής σημασίας στην κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, αφού κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερη και πρέπει να προσεγγίζεται εξατομικευμένα.